- παπαδαριό
- τοπλήθος παπάδων, ο κλήρος γενικά, το ιερατείο, αλλ. παπαδομάνι, παπαδολόι: Στην κηδεία του δεσπότη μαζεύτηκε όλο το παπαδαριό της περιοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.